συνάντα

συνάντα
συνάντᾱ , συναντάω
meet face to face
pres imperat act 2nd sg
συνά̱ντᾱ , συναντάω
meet face to face
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
συνάντᾱ , συναντάω
meet face to face
pres imperat act 2nd sg
συνάντᾱ , συναντάω
meet face to face
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
συνάντᾱ , συναντάω
meet face to face
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναντᾷ — συναντάω meet face to face pres subj mp 2nd sg συναντάω meet face to face pres ind mp 2nd sg (epic) συναντάω meet face to face pres subj act 3rd sg συναντάω meet face to face pres ind act 3rd sg (epic) συναντάω meet face to face pres subj mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντᾶι — συναντᾷ , συναντάω meet face to face pres subj mp 2nd sg συναντᾷ , συναντάω meet face to face pres ind mp 2nd sg (epic) συναντᾷ , συναντάω meet face to face pres subj act 3rd sg συναντᾷ , συναντάω meet face to face pres ind act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναντάρτην — συναντά̱ρτην , σύν , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) συναντά̱ρτην , σύν , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) σύν , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σύν , ἀντί… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναντάς — συναντά̱ς , συναντή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • ζενίθ — (Αστρον.). Νοητό σημείο του ουρανού το οποίο βρίσκεται στην κατακόρυφο που διέρχεται από τον παρατηρητή και συναντά τον ουράνιο θόλο. Το ακριβώς αντίθετο σημείο της ίδιας κατακόρυφου λέγεται ναδίρ. Το ζ. καθώς και το ναδίρ βρίσκονται στη νοητή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”